- τόρνευμα
- το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω]νεοελλ.1. η τόρνευση, το τορνάρισμα2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνομσν.-αρχ.στον πληθ. τὰ τορνεύματατα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματααρχ.η περιστροφική κίνηση τού τόρνου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια κίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.